επιμηχανώμαι

επιμηχανώμαι
ἐπιμηχανῶμαι, -άομαι (Α)
1. επινοώ τεχνάσματα, παίρνω προφυλάξεις εναντίον κάποιου («καινὸν ἄλλο τι δεινὸν ἐπιμεμηχάνηται τῇ κακοδαίμονι»)
2. μηχανεύομαι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηχανώμαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< μηχανή «επινόημα, δόλος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσεπιμηχανώμαι — άομαι, Α επινοώ, εφευρίσκω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιμηχανῶμαι «επινοώ, εφευρίσκω, τεχνάζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”